- βαρείας
- βαρείᾱς , βαρύςheavy in weightfem acc plβαρείᾱς , βαρύςheavy in weightfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράκλασις — άσεως, ή, Μ [παρακλώμαι] το γύρισμα προς τα κάτω, κάμψη, κατάκαμψη («τῆς βαρείας εἰς παράκλασιν περισπωμένου τόνου», Ευστ.) … Dictionary of Greek
σπερχνός — ή, όν, Α 1. γρήγορος, ορμητικός («ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.) 2. (για νόσο) βαρειάς μορφής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σπερχνόν (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἱέρακος» 4. (το ουδ. ως επίρρ.) σπερχνόν ορμητικά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υπέραντλος — ον, Α 1. (για πλοίο) πλημμυρισμένος από νερό («πρός τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείας καὶ ὑπεράντλου γενομένης», Πλούτ.) 2. ξέχειλος («ὑπέραντλος σιτοθήκη», Θεμίστ.) 3. καταβεβλημένος από θλίψεις και ατυχίες («χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ», Ευρ.) 4.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek